πυροσβέστης — ο άντρας που ανήκει στο σώμα ασφάλειας κατά των πυρκαγιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασβήνω — (AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι) 1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.) 2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.) αρχ. 1. θεραπεύω … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους … Dictionary of Greek
πυροσβεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πυροσβέστες 2. φρ. α) «πυροσβεστική τεχνολογία» χαρακτηρισμός τού συνόλου τών τεχνικών μέσων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, την ανίχνευση και την καταστολή πυρκαγιών β)… … Dictionary of Greek
τουλουμπατζής — ο, Ν (παλ. τ.) 1. χειριστής αντλίας 2. πυροσβέστης 3. ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει ή που πουλάει γλυκά τουλούμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμπα + κατάλ. τζής* (πρβλ. παλια τζής)] … Dictionary of Greek
Στήβενσον, Τζορτζ — (Stevenson). Άγγλος μηχανικός (1781 – 1848). Από 14 χρόνων άρχισε να εργάζεται ως βοηθός του πατέρα του, που ήταν πυροσβέστης στα ανθρακωρυχεία της Γονάυλαμ, ταυτόχρονα όμως φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο. Το 1802 ασχολήθηκε με την ωρολογοποιία,… … Dictionary of Greek
τουλουμπατζής — ο πληθ. ήδες 1. ο χειριστής τουλούμπας, αντλίας. 2. πυροσβέστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)